- ἄφωνον
- ἄφωνοςvoicelessmasc/fem acc sgἄφωνοςvoicelessneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κἄφωνον — ἄφωνον , ἄφωνος voiceless masc/fem acc sg ἄφωνον , ἄφωνος voiceless neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Consonant — Not to be confused with the musical concept of consonance For the alternative rock group, see Consonant (band). Places of articulation Labial Bilabial Labial–velar Labial–coronal Labiodental … Wikipedia
εκφαυλίζω — (AM ἐκφαυλίζω) μσν. νεοελλ. κάνω κάτι ή κάποιον φαύλο, ευτελή, χειρότερο από ηθική άποψη, εξευτελίζω, διαφθείρω, εξαχρειώνω, εκφυλίζω «η φτώχεια εκφαυλίζει τους ανθρώπους» «έπειτα από κάθε πόλεμο τα ήθη εκφαυλίζονται» μσν. αρχ. περιφρονώ, θεωρώ… … Dictionary of Greek
νήπιος — α, ο (ΑΜ νήπιος, ία, ον, Α και νήπιος, ον, Α θηλ. ιων. τ. νηπίη, Μ και νηπίος, ον, Μ ουδ. και νήφιο) 1. το ουδ. ως ουσ. το νήπιο(ν) α) παιδί νηπιακής ηλικίας β) (για πρόσ.) μτφ. πολύ νεαρός, ανήλικος γ) μτφ. άμυαλος, ανώριμος («νήπιος, οὐδὲ τὸ… … Dictionary of Greek
νούθος — νοῡθος και νουθός, ὁ (Α) ισχυρό χτύπημα τού ποδιού («νοῡθος δὲ ποδῶν ὑπόδουπος ὀρώρει», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., κατά μία άποψη, συνδέεται με τη γλώσσα που παραδίδει ο Ησύχιος νυθόν ἄφωνον, σκοτεινόν, νυθῶδες σκοτεινῶδες και ανάγεται σε ΙΕ ρίζα… … Dictionary of Greek
νυθός — νυθός, ή, όν (Α) (κατά τον Ησύχ.) «νυθὁν ἄφωνον, σκοτεινόν» … Dictionary of Greek
ԵԶԱՁԱՅՆ — ( ) NBH 1 0646 Chronological Sequence: 6c ա. Բառ անստոյգ. որ կարէ նշանակել, Միաձայն, այսինքն ո՛չ երկբարբառ. եւս եւ Միաբան: Իսկ գրեալն ի Թր. քեր. *Երկու ձայնորդքն, որոց երկրորդն նա՛յ է, իսկ առաջնորդն ըստ եզաձայն», պարտի գրիլ ըստ յն. *Ըստ եզոյ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
sneudh-2 — sneudh 2 English meaning: mist Deutsche Übersetzung: “Nebel; neblig, dũster” Material: Av. snaoδa “ clouds”, sũdbaluči nōd “leichtes clouds, fog, Regenwolke”; Gk. νυθόν ἄφωνον. σκοτεινόν, νυθῶδες σκοτεινῶδες Hes.; Lat. nūbēs… … Proto-Indo-European etymological dictionary